Από τον Γιάννη Δημογιάννη
Το δώρο έφτασε την κατάλληλη στιγμή. Όπως συνηθίζουν, εξάλλου, τα σπάνια δώρα! Θαρρείς και αφουγκράζονται τον παλμό της καρδιάς, συλλαμβάνοντας ακόμη και υπέρηχους, που εσύ, ούτε καν τούς έχεις ψυχανεμιστεί. Λες και ιχνηλατούν όσα, ήδη, έχεις μολογήσει, ή όσα κρατάς κρυφά κι ανομολόγητα, για όλες τις αναπάντητες ερωτήσεις, που σε ορίζουν από τον πρώτο, κιόλας, σταθμό της διαδρομής: «Ποιός είμαι και πού πάω; Ποιός είναι, τάχατες, ο σωστός, ο δίκαιος, ο λογικός, ο επαναστάτης, ο αποδεκτός στα μάτια του κόσμου; Ποιοί είναι, εν τέλει, οι «ανεμόμυλοι, και ποιοί οι ανεμό-μυαλοι;»
Αυτή τη φορά, όμως, ο αντίλαλος των ίδιων αρχέγονων αποριών ανακυκλώνονταν μπροστά μου, βασανιστικός: «Τόσο ακατόρθωτη κατάντησε πια η αγάπη; Τόσο απλησίαστη, η δικαιοσύνη και η αλληλεγγύη; Τόσο ανέφικτη, η ανθρωπιά; Και εσύ, πώς το αντέχεις να ζεις από συνήθεια ή, έστω, από ανάγκη; Πώς το μπορείς να επαιτείς σαν ρακοσυλλέκτης, λίγα μονάχα ψίχουλα ευτυχίας; Να σού αρκεί ο ρόλος του ληξίαρχου των αισθημάτων. Ν’ ανέχεσαι, δήθεν, που οι καρδιές κατάντησαν μίζερες και αφυδατωμένες. Να υποφέρεις παθητικά, που ατρόφησε η σπίθα του έρωτα. Που φυτοζωεί πλέον το καρδιοχτύπι εκείνο, που σου μούδιαζε την ανάσα και πυράκτωνε τα δευτερόλεπτα.
Μέχρις ότου η «απάντηση» ήρθε εικονογραφημένη, σ’ ένα απίθανο κόμικ∙ όπως θα ’θελε κι ένας έφηβος. Και να, που ο παιδικός σου ήρωας – ίδιος, κι απαράλλαχτος, όπως παλιά – ήταν και πάλι εκεί. Ψηλόλιγνος, αγέρωχος, ξερακιανός, με στραπατσαρισμένη την πανοπλία του, και τον αγαπημένο του Ροσινάντε, γερασμένο και ψωριάρικο… Ο αιώνιος πρωταγωνιστής της νεότητας, και των αδικαίωτων ονείρων. Ο καταδεκτικός προστάτης των αδύναμων και των αδικημένων. Ο Ιδαλγός, που σε τίποτε δεν έμοιασε στους ξιπασμένους άρχοντες τούτου του κόσμου. Ο μόνος ιππότης, που είχε το θάρρος και τη φρόνηση, για να φωνάξει: «Ν’ αλλάξεις τον κόσμο, φίλε Σάντσο, δεν είναι ούτε τρέλα, ούτε ουτοπία. Είναι δικαιοσύνη!»
Έκλεισες πίσω την πόρτα. Πήρες το δώρο, στις χούφτες, κι ένα βουβό παράπονο κύλησε μέσα σου: «Κανείς δεν κατάλαβε, γέροντά μου, ποιά τέρατα κυνήγησες, τότε. Κανείς δεν υποψιάστηκε ποιά όνειρα υπερασπίστηκες στους ανεμόμυλους. Ποιό παράθυρο βάλθηκες να κρατήσεις ισόβια ανοιχτό, στον έρωτα, την πίστη, και την ανθρωπιά. Σε είπαμε, βλέπεις, «τρελό», γιατί δε χωρέσαμε τα πολλαπλά είδωλα της ζωής. Σε κλείσαμε στις φυλακές και τα τρελάδικα, γιατί μάς σόκαρε το διαφορετικό, το «άλλο». Σε χλευάσαμε σαν «ονειροπόλο και αιθεροβάμονα», γιατί εξοικειωθήκαμε στο λίγο. Σε λοιδορήσαμε πως ζεις παρέα με τα ξωτικά, πως κυνηγάς δράκους φανταστικούς και μάγους ανύπαρκτους, ενώ εμείς τούς θρέψαμε και τούς σπιτώσαμε πρώτοι.
Κι ύστερα, συμβιβαστήκαμε με το άδικο, όταν ανεχτήκαμε την καθημερινή πολιορκία του. Βαρεθήκαμε τους φίλους, όταν μάς εξάντλησε η μιζέρια. Ξεχάσαμε τον έρωτα, όταν η Δουλτσινέα μας έκανε ρυτίδες. Παγώσανε τα «σ’ αγαπώ», όταν μουδιάσανε οι αγκαλιές. Όταν πάψαμε ν’ ακούμε, και να γελάμε ανυπόκριτα. Όταν σταματήσαμε να κοιτάμε στα μάτια, τα παιδιά μας. Όταν αρκεστήκαμε, που σε καταχωνιάσαμε σε μία γωνιά της παιδικής γης, γιατί μέχρις εκεί έφτανε η επικράτεια της καρδιάς μας. Βαρύνανε, Δον, τα βήματα, απ’ τη συνήθεια. Φτώχυνε ο χρόνος και το παρόν. Ορφάνεψε η ψυχή. Στέρεψε η γενναιοδωρία και η γενναιότητα.
Απ’ ό,τι φαίνεται, λοιπόν, στη διάρκεια τήν πατήσαμε, καλέ μου Δον… Κλατάραμε, προτού καν φουσκώσουμε τα λάστιχα ∙ φρενάραμε πάνω στην ωραιότερη στροφή! Κρίμα, αλλά συνέβη ∙ εξάλλου, απ’ όλους τους σπόρους που μάς μοίρασες, ξεχάσαμε και παραβλέψαμε το σπουδαιότερο. Γιατί ελάχιστοι γνωρίζουν, κι ακόμα λιγότεροι κατέχουν σε βάθος πως ολόκληρο τον κόσμο σου, τον έχτισες πάνω στα βιβλία, που διάβασες κι αγάπησες. Κάπως έτσι, σ’ έθρεψε και ο πατέρας σου, ο Θερβάντες: ο μύθος σου να μπολιαστεί με σελίδες ηρωικών ιστοριών. Και μόνον έτσι, η φτερωτή σου φαντασία χώρεσε κι άντεξε το ταξίδι. Όπως, περίπου, διαισθάνομαι πως πρέπει και εμείς ν’ αρχίσουμε. Γράφοντας ξανά, «με λογισμό και μ’ όνειρο», το βιβλίο της δικιάς μας καλοκαιρινής νύχτας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου