Από Εσπρέσσο
Η αυτοκτονία του συγκλόνισε το πανελλήνιο. Η «Espresso της Κυριακής» βρέθηκε στην γειτονιά του 77χρονου αυτόχειρα και αποτυπώνει μέσα από τις συγκλονιστικές μαρτυρίες των ανθρώπων που τον συναναστρέφονταν καθημερινά τις τελευταίες ώρες του, πριν κάνει πράξη την απόφασή του να θυσιαστεί για να αφυπνίσει τους νέους...
«Πιστεύω πως οι νέοι χωρίς μέλλον κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα και στην Πλατεία Συντάγματος θα κρεμάσουν ανάποδα τους εθνικούς προδότες, όπως έκαναν το 1945 οι Ιταλοί στον Μουσολίνι».
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του συνταξιούχου φαρμακοποιού γραμμένα με κόκκινο στυλό, σαν το αίμα που κύλησε στην Πλατεία Συντάγματος, όπου κάθε μέρα από την 4η Απριλίου είναι γεμάτη με κόσμο που αποτίει φόρο τιμής σε έναν άγνωστο ο οποίος ξαφνικά έγινε ο πατέρας, ο αδελφός, ο φίλος μας.
Στη γειτονιά του όλα είναι ίδια κι απαράλλαχτα. Στις κολόνες της ΔΕΗ δεν υπάρχει κηδειόσημο. «Αυτός ο θάνατος θέλει σεβασμό» μας φωνάζει ο επί τριανταένα χρόνια γείτονάς του, καθώς μας ακούει να ρωτάμε για εκείνον. Μπαίνουμε στο βιβλιοπωλείο που βρίσκεται λίγα μέτρα πιο μακριά από το φαρμακείο, το οποίο διατηρούσε επί είκοσι οκτώ χρόνια.
«Την Τρίτη το απόγευμα στις 16:30 τον είδα» μας λέει η κυρία Γιώτα: «Ηρθε στο βιβλιοπωλείο, έβγαλε δύο φωτοτυπίες, μου ζήτησε έναν φάκελο, με παρακάλεσε να καθίσει στον πάγκο να γράψει κάτι».
- Λέτε να έγραψε εδώ το σημείωμα που άφησε; «Αν το σημείωμα ήταν με κόκκινα γράμματα, ναι, εδώ το έγραψε, γιατί μου ζήτησε κόκκινο στυλό» μας λέει φανερά ταραγμένη και συνεχίζει: «Δεν έδειχνε αναστατωμένος, ούτε στενοχωρημένος. Ηταν όπως πάντα ένας απλός και ήσυχος άνθρωπος. Κοίταξε και την εγγονούλα μου που την τάιζα εκείνη τη στιγμή, της χαμογέλασε και της είπε: “Τρώγε, γιατί άλλα παιδάκια δεν έχουν να φάνε”. Δεν το χωράει το μυαλό μου. Τον ήξερα σαράντα χρόνια. Ημουν πελάτισσά του στο φαρμακείο. Το μόνο που έλεγε και παραπονιόταν σχεδόν πάντα τον τελευταίο καιρό ήταν ότι δεν ξεσηκώνεται η νεολαία. Αναρωτιόταν “γιατί έχουμε τόσο νωθρή νεολαία, γιατί έχουν καθηλωθεί και κάνουν ό,τι τους λένε. Ποιος θα ξεσηκωθεί; Εγώ που είμαι εβδομήντα, ο άντρας σου, ποιος; Η νεολαία πρέπει να ξεσηκωθεί”. Εκείνο που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν ότι το τελευταίο δίμηνο έβγαζε πολλές φωτοτυπίες. Ζούσε μόνος του και όσα χρόνια τον ξέρω δεν έχω δει ποτέ ούτε τη γυναίκα του ούτε την κόρη του. Ο Δημήτρης όμως ήταν πάντα κεφάτος. Επιανε κουβέντα μαζί μας και ιδιαίτερα με τις γυναίκες. Μιλούσε για το χωριό του στην Καρδίτσα και έλεγε ότι τα έχει τακτοποιήσει όλα εκεί. Δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι περνούσε κάποια στεναχώρια. Ηταν μια χαρά!».
«ΣΑΝ ΝΑ ΗΤΑΝ ΑΛΛΟΥ»
Λίγο πιο κάτω βρίσκεται το προπατζίδικο, όπου έπαιζε κανένα στάνταρ για την παρέα και την κουβέντα πιο πολύ, όπως λένε οι γείτονες και οι φίλοι του. Ο κ. Νίκος τον γνώριζε τριάντα χρόνια: «Ηταν φιλήσυχος άνθρωπος», μας λέει, «αλλά κανείς δεν ξέρει τι έκρυβε μέσα του. Ηταν πολιτικοποιημένος άνθρωπος. Δεν ζούσε εντελώς μόνος, όπως λένε. Είχε μια σύντροφο. Το προηγούμενο βράδυ της αυτοχειρίας του είχε γίνει ένα συμβάν στην Πανόρμου. Ενας μοτοσικλετιστής χτύπησε έναν ηλικιωμένο, τον έριξε κάτω, μαζεύτηκε ο κόσμος και εκείνη την ώρα πέρναγε ο Δημήτρης. Τον πλησιάζει κάποιος φίλος του και τον πείραξε. Ο Δημήτρης φερόταν σαν να ήταν αλλού. Το βλέμμα του ήταν απλανές και δεν έδωσε καμία απάντηση στον φίλο του, ούτε γύρισε να δει τι συμβαίνει και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του. Αυτό ήταν κάτι ασυνήθιστο για τον Δημήτρη. Ισως αυτή η συμπεριφορά δείχνει ότι είχε ολοκληρώσει την απόφασή του. Ελεγε δε ότι, αν τα
πράγματα στην Ελλάδα προχωρήσουν και αισθανθώ ανασφάλεια και νιώσω ότι θα αναγκαστώ να ψάχνω για φαγητό στα σκουπίδια, εγώ ή θα τους τινάξω τα μυαλά απ’ τα κεφάλια ή θα αυτοκτονήσω. Και όλα αυτά πριν από μήνες. Κανείς δεν μπορούσε να το φανταστεί αυτό που έγινε όμως!».
ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΟ
Αγόραζε πάντα τα τσιγάρα του από το περίπτερο δίπλα στην παιδική χαρά. «Ηταν πολύ ευχάριστος και σεβάσμιος άνθρωπος, πολύ μορφωμένος» μας λέει ο κ. Σπύρος, ο περιπτεράς. «Το προηγούμενο βράδυ πέρασε από μπροστά μου εκεί στην Πανόρμου. Ηταν αφηρημένος και δεν μου μίλησε, όπως συνήθιζε πάντα» λέει ο κυρ-Γιάννης, βαθιά θλιμμένος για τον γείτονά του Δημήτρη. «Ο,τι και να πούμε, ό,τι και να κάνουμε τώρα δεν αλλάζουμε τίποτε» καταλήγει.
«Πίναμε καφέ το προηγούμενο απόγευμα, όπως συνηθίζαμε. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα ήταν το τελευταίο. Μου έλεγε ότι ανησυχούσε για το μέλλον των νέων. Για τα όσα έρχονται στην Ελλάδα. Τον πονούσε που δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να αλλάξουν τα πράγματα. Δεν το πιστεύω ότι έφτασε έως εδώ. Τι να πω...» λέει ο κ. Γιώργος, επιστήθιος φίλος του.
ΣΟΦΙΑ ΔΙΓΕΝΗ-ΚΟΛΙΟΤΑΣΗ
Φωτ.: ΗΛΙΑΣ ΚΟΥΤΟΥΛΟΓΕΝΝΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου